- κάμπτῃ
- κάμπτωkam̃p-aspres subj mp 2nd sgκάμπτωkam̃p-aspres ind mp 2nd sgκάμπτωkam̃p-aspres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καμπτή — καμπτή, ἡ (Α) [κάμπτω] καμπτήρας, καμπή … Dictionary of Greek
καμπτή — καμπτός flexible fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
φρέζια — (φρεεσία η καμπτή). Καλλωπιστικό φυτό, που είναι ονομαστό κυρίως για τα άνθη του. Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται είναι πάρα πολλές. Ανήκει στην οικογένεια των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα) και κατάγεται από τη νότια Αφρική. Τα φύλλα του είναι… … Dictionary of Greek